- γλόμπος
- 1) baňka2) žárovka
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
γλόμπος — ο 1. σφαιρικό σώμα 2. σφαιρικό γυάλινο περίβλημα φωτιστικής λυχνίας 3. φρ. «το κεφάλι του είναι γλόμπος» είναι φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. globo < λατ. globus «σφαίρα»] … Dictionary of Greek
γλόμπος — ο (λ. ιταλ.) 1. γυάλινο περίβλημα, συνήθως σφαιρικό, λάμπας φωτισμού. 2. ο καραφλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)